- κεφαλῆφιν
- κεφᾰλ-ῆφιν, [dialect] Ep. gen.and dat. of κεφαλή, Il.11.350, 10.30, al.; [suff] κέφᾰλ-φι Od.20.94.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεφαλῆφιν — κεφαλή fem gen (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνέη — Περικεφαλαία κατασκευασμένη από δέρμα σκύλου, κατά την αρχαιότητα. Ο Όμηρος και άλλοι συγγραφείς ονομάζουν κ. την περικεφαλαία από δέρμα οποιουδήποτε ζώου· υπήρχε έτσι η κ. γαλέη, η κ. λυκέη κ.ά. Κατ’ επέκταση, έτσι ονομαζόταν και το καπέλο που… … Dictionary of Greek